περίτμημα

περίτμημα
τὸ, ΜΑ [περιτέμνω]
περίκομμα, κομμάτι, τεμάχιο, απόκομμα
μσν.
1. τομή γύρω από κάτι, περιτομή
2. τα σημεία όπου έγινε η περιτομή, το κόψιμο, η κοψιά της
αρχ.
1. σκάλισμα, γλυφή γύρω από κάτι («πινάκων ἀργυρῶν περιτμήματα», επιγρ.)
2. φρ. «περίτμημα λόγων» — ασήμαντα λόγια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περίτμημα — piece cut off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτμημάτων — περίτμημα piece cut off neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτμήμασιν — περίτμημα piece cut off neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτμήματα — περίτμημα piece cut off neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”